- Ἀριστείδῃ
- Ἀριστείδηςmasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀριστείδη — Ἀριστείδης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Ναυτικό Οινουσσών — Ένα από τα ομορφότερα ναυτικά μουσεία της Ελλάδας λειτουργεί στις ακριτικές Οινούσσες από το 1991. Ιδρύθηκε από τον εφοπλιστή Νικόλα Σ. Λαιμό για να αντικαταστήσει το παλαιότερο αντίστοιχο μουσείο που είχε δημιουργηθεί το 1965. Αφιερώθηκε στη… … Dictionary of Greek
Κίμων — I (περ. 506 – 449 π.Χ.). Αθηναίος πολιτικός και στρατηγός. Ήταν γιος του μαραθωνομάχου Μιλτιάδη και της Ηγησιπύλης, κόρης του βασιλιά της Θράκης. Κατά τα εφηβικά του χρόνια, έζησε πλούσια και άνετη ζωή. Μετά τον θάνατο του πατέρα του βρέθηκε… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ναυτικό Θήρας — Το Ναυτικό Μουσείο Θήρας ιδρύθηκε το 1956, με πρωτοβουλία του πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού Αντώνη Δακορώνια. Από το 1990 στεγάζεται σε ένα αποκαταστημένο στην αρχική του μορφή καπετανόσπιτο που δωρήθηκε στο μουσείο από την οικογένεια… … Dictionary of Greek
Evagoras Karageorgis — Infobox Musical artist Name = Evagoras Karageorgis Img capt = Evagoras Karageorgis playing lute Birth name = Evagoras Karageorgis Born = birth date and age|1957|12|20 Tsada, Paphos Origin = Cyprus Occupation = composer, songwriter, lute… … Wikipedia
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
αντικειμενικότητα — η η ιδιότητα του αντικειμενικού ως βεβαιωμένη πραγματικότητα ή ως αμερόληπτη κρίση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντικειμενικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον φιλόλογο Αριστείδη Κυπριανό] … Dictionary of Greek
γιγαντομαχώ — μάχομαι σαν γίγαντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γίγας ( αντος) + μαχώ < μαχος < μάχομαι. Η λ. μαρτυρείται στον Αριστείδη Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek
γραφικότητα — Όρος που αρχικά σήμαινε ζωγραφικός και αναφερόταν σε ό,τι είχε σχέση με τη ζωγραφική. Αποτελεί μετάφραση της ιταλικής λέξης pittoresco. Σήμερα έχει αποκτήσει ευρύτερη έννοια και χρησιμοποιείται γενικά για να χαρακτηρίσει το απρόβλεπτο, εκείνο από … Dictionary of Greek
ιστοριοδίφης — ο, θηλ. ιστοριοδίφις αυτός που ερευνά ιστορικές πηγές και συγκεντρώνει στοιχεία για τη συγγραφή ιστορικού συγγράμματος, ιστορικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιστορία + δίφης (< διφώ «ψάχνω, ερευνώ»), πρβλ. αστρο δίφης, φυσιο δίφης. Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek